εκκαθαριστής

εκκαθαριστής
ο
θηλ. -ίστρια
1. αυτός που κάνει την εκκαθάριση (βλ. λ., 5) των λογαριασμών.
2. στρατιώτης που αποτελεί μέλος ειδικού αποσπάσματος για την εκκαθάριση (βλ. λ., 4) εχθρικής τοποθεσίας: Απόσπασμα εκκαθαριστών.
3. ειδική συσκευή για αφαίρεση της ακάθαρτης τρυγίας από το μούστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκκαθαριστής — ο (θηλ. εκκαθαρίστρια) 1. αυτός που διενεργεί εκκαθάριση τών λογαριασμών εταιρείας, καταστήματος κ.λπ. 2. ειδική συσκευή για την αφαίρεση τού γλεύκους από την ακάθαρτη τρυγία που παρασύρεται με τη σύνθλιψη τών σταφυλιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”